νεκρόφοβος

νεκρόφοβος
ο, η
1. αυτός που φοβάται τους νεκρούς
2. αυτός που βασανίζεται από την ιδέα τού θανάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necrophobe < necro- (< νεκρός) + -phobe (< -φόβος < φόβος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεκρόφοβος — η, ο 1.αυτός που φοβάται τους νεκρούς. 2. αυτός που φοβάται το θάνατο, που έχει την έμμονη ιδέα του θανάτου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”